- λησταντάρτης
- οθηλ. -ισσα ληστής που επαναστάτησε εναντίον του κράτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λησταντάρτης — ο, θηλ. λησταντάρτισσα ληστής που στασιάζει κατά τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Επ. Κ. Κυριακίδη] … Dictionary of Greek
ληστανταρσία — η [λησταντάρτης] ανταρσία, στάση ληστών κατά τού κράτους … Dictionary of Greek
ληστανταρτικός — ή, ό αυτός που αποτελείται ή επιτελείται από λησταντάρτες («ληστανταρτικό σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λησταντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek